- εύμαλλος
- εὔμαλλος, -ον (Α)ο κατασκευασμένος από καλό μαλλί («εὔμαλλος μίτρα», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μαλλός «μπούκλα μαλλιού»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὔμαλλον — εὔμαλλος of fine wool masc/fem acc sg εὔμαλλος of fine wool neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμάλλων — εὔμαλλος of fine wool masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύκομος — εὔκομος, ον, επικ. και λυρικός τ. ἠΰκομος, ον (Α) 1. (για θεές και ευγενείς γυναίκες) αυτή που έχει ωραία κόμη, ωραία μαλλιά, η καλλίκομος 2. (για ζώα) αυτός που έχει καλό, ωραίο μαλλί, ο εύμαλλος («εὔκομα μῆλα» τα εύμαλλα πρόβατα, Ανθ. Παλ.) 3.… … Dictionary of Greek